γλευκοπότης

γλευκοπότης
ο
αυτός που πίνει γλεύκος, μούστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + -πότης < πότης < πίνω (πρβλ. οινοπότης, συμπότης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλευκοπότης — drinker of new wine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλευκοπόταις — γλευκοπότης drinker of new wine masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”